σκουριάζω — σκουριάζω, σκούριασα, σκουριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουριάζω — σκούριασα, σκουριασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σκουριάσει: Η υγρασία σκουριάζει τα σιδερένια εργαλεία. 2. αμτβ., αποκτώ σκουριά: Σκούριασε η σιδερένια πόρτα που δεν είχε βαφεί. 3. φρ., «σκουριασμένες ιδέες», αναχρονιστικές και οπισθοδρομικές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι … Dictionary of Greek
κατασκουριάζω — 1. σκουριάζω πολύ κάτι ή σκουριάζω ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατασκουριασμένος, η, ο ο τελείως οξειδωμένος … Dictionary of Greek
κατιούμαι — κατιοῡμαι, όομαι (Α) 1. σκουριάζω («ὑφ ἧς κατιοῡται καὶ χαλκὸς καὶ ἄργυρος», Στράβ.) 2. ρυπαίνομαι («ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾱν καὶ κατιωμένην... καταπεσούσης τῆς ἱστορίας», Δίων Κάσσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰοῦμαι «σκουριάζω» (<… … Dictionary of Greek
σκούριασμα — το, Ν [σκουριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουριάζω, κάλυψη κάποιας επιφάνειας με σκουριά, οξείδωση … Dictionary of Greek
ίωσις — ἴωσις, ἡ (Α) 1. καθάρισμα από πρόσμιξη ή επίδραση ξένων ουσιών («ἴωσις χρυσοῦ», πάπ.) 2. χρωμάτισμα, βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶ (Ι) «σκουριάζω» η σημ. τής λ. δικαιολογείται από το ότι το καθάρισμα γινόταν με οξείδωση] … Dictionary of Greek
ανίωτος — ἀνίωτος, ον (Α) ασκούριαστος, αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σκουριάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιόω (< ιός (III) «σκουριά») «σκουριάζω»] … Dictionary of Greek
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek
ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… … Dictionary of Greek